βητάρμων: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βητάρμων]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[χορευτής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[χορευτικός]], που φαίνεται σαν να χορεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Με [[βάση]] την [[ερμηνεία]] του Ησυχίου («ορχησταί από του [[ηρμοσμένως]] βαίνειν»), η λ. <i>βητ</i>-<i>άρμων</i> συνδέεται ως [[προς]] το β' συνθετικό με την [[ομάδα]] του [[αραρίσκω]] και [[κυρίως]] με την [[αρμονία]], αν και δεν διατηρεί την αρχική [[δασύτητα]], [[φαινόμενο]] που πιθ. οφείλεται σε ιωνική [[ψίλωση]]. Το α' συνθετικό του [[βητάρμων]] έχει υποστηριχτεί ότι προέρχεται από τη [[ρίζα]] του [[βαίνω]], κατ' [[άλλη]] δε [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>βητος</i>, <i>βητη</i> ή <i>βήτρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>g</i><i>ā</i><i>tram</i> «[[μέλος]]») με [[ανομοίωση]], ενώ άλλοι δέχονται <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βητ</i>- αθέματου ονόματος <i>βης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> θ. <i>δωτ</i>- του ονόματος <i>δως</i> «[[δόση]]»). Τέλος, σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], ο τ. [[βητάρμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>βηματάρμων</i>, με συλλαβική [[ανομοίωση]]].
|mltxt=[[βητάρμων]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[χορευτής]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> ο [[χορευτικός]], που φαίνεται σαν να χορεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Με [[βάση]] την [[ερμηνεία]] του Ησυχίου («ορχησταί από του [[ηρμοσμένως]] βαίνειν»), η λ. <i>βητ</i>-<i>άρμων</i> συνδέεται ως [[προς]] το β' συνθετικό με την [[ομάδα]] του [[αραρίσκω]] και [[κυρίως]] με την [[αρμονία]], αν και δεν διατηρεί την αρχική [[δασύτητα]], [[φαινόμενο]] που πιθ. οφείλεται σε ιωνική [[ψίλωση]]. Το α' συνθετικό του [[βητάρμων]] έχει υποστηριχτεί ότι προέρχεται από τη [[ρίζα]] του [[βαίνω]], κατ' [[άλλη]] δε [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> <i>βητος</i>, <i>βητη</i> ή <i>βήτρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>g</i><i>ā</i><i>tram</i> «[[μέλος]]») με [[ανομοίωση]], ενώ άλλοι δέχονται <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>βητ</i>- αθέματου ονόματος <i>βης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> θ. <i>δωτ</i>- του ονόματος <i>δως</i> «[[δόση]]»). Τέλος, σύμφωνα με [[άλλη]] [[υπόθεση]], ο τ. [[βητάρμων]] <span style="color: red;"><</span> <i>βηματάρμων</i>, με συλλαβική [[ανομοίωση]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βητάρμων:''' -ονος, ὁ, [[ορχηστής]], [[χορευτής]], σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από τα [[βαίνω]], <i>ἀρμός</i>).
}}
}}