βουγάϊος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βουγάϊος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (σκωπτικά στην [[κλητική]]) <i>βουγάϊε</i><br />θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά<br /><b>2.</b> [[αδρανής]]<br /><b>3.</b> [[βραδύνους]], [[χοντροκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το α' συνθετικό της λ. [[βουγάϊος]] [[είναι]] <i>βου</i>- επιτατικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[βούβρωστις]], [[βουκόρυζα]] <b>κ.ά.</b>), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[γαίω]] «[[είμαι]] [[περήφανος]], [[καμαρώνω]]», που απαντά [[κυρίως]] στη μτχ. <i>γαίων</i>. Η [[υπόθεση]] ότι το ᾱ στο -<i>γάϊε</i> (από την κλητ. <i>βουγάϊε</i>) [[είναι]] αιολικό, δηλ. -<i>γắϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γᾱFιε</i>, ή ότι προήλθε από [[μετρική]] [[έκταση]] [[είναι]] αμφίβολη. Προτιμότερο [[είναι]] να θεωρηθεί ότι -<i>γάϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γαι</i>-<i>ϊε</i>].
|mltxt=[[βουγάϊος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> (σκωπτικά στην [[κλητική]]) <i>βουγάϊε</i><br />θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά<br /><b>2.</b> [[αδρανής]]<br /><b>3.</b> [[βραδύνους]], [[χοντροκέφαλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το α' συνθετικό της λ. [[βουγάϊος]] [[είναι]] <i>βου</i>- επιτατικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[βούβρωστις]], [[βουκόρυζα]] <b>κ.ά.</b>), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[γαίω]] «[[είμαι]] [[περήφανος]], [[καμαρώνω]]», που απαντά [[κυρίως]] στη μτχ. <i>γαίων</i>. Η [[υπόθεση]] ότι το ᾱ στο -<i>γάϊε</i> (από την κλητ. <i>βουγάϊε</i>) [[είναι]] αιολικό, δηλ. -<i>γắϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γᾱFιε</i>, ή ότι προήλθε από [[μετρική]] [[έκταση]] [[είναι]] αμφίβολη. Προτιμότερο [[είναι]] να θεωρηθεί ότι -<i>γάϊε</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>γαι</i>-<i>ϊε</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουγάϊος:''' [ᾱ], ὁ ([[γαίω]]), ο υπερβολικά [[καυχησιάρης]], [[νταής]] ή [[φωνακλάς]]· συχνότερα απαντά στην κλητ. ως [[επίπληξη]], <i>βουγάϊε</i>, σε Όμηρ.
}}
}}