γουνούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(8)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=γουνοῡμαι (-όομαι) (Α) [[γόνυ]]<br />[[γουνάζομαι]].
|mltxt=γουνοῦμαι (-όομαι) (Α) [[γόνυ]]<br />[[γουνάζομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

γουνοῦμαι (-όομαι) (Α) γόνυ
γουνάζομαι.