δρακόντειος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
(9)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[δρακόντειος]], -ον<br />Μ και δρακόντεος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[αυστηρός]], [[αμείλικτος]] («δρακόντεια [[μέτρα]]», «δρακόντειοι νόμοι»)<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) <b>αστρον.</b> «[[δρακόντειος]] [[μήνας]]» ή «δρακόντεια [[περίοδος]]» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί [[μεταξύ]] δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο<br />β) «δρακόντειο [[αίμα]]» — [[ρητινώδης]], [[ερυθρωπός]] [[χυμός]] δέντρων της Ινδικής.
|mltxt=-α, -ο (AM [[δρακόντειος]], -ον<br />Μ και δρακόντεος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[αυστηρός]], [[αμείλικτος]] («δρακόντεια [[μέτρα]]», «δρακόντειοι νόμοι»)<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) <b>αστρον.</b> «[[δρακόντειος]] [[μήνας]]» ή «δρακόντεια [[περίοδος]]» — το [[χρονικό]] [[διάστημα]] που μεσολαβεί [[μεταξύ]] δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο<br />β) «δρακόντειο [[αίμα]]» — [[ρητινώδης]], [[ερυθρωπός]] [[χυμός]] δέντρων της Ινδικής.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δρᾰκόντειος:''' -ον ([[δράκων]]), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾰκόντειος Medium diacritics: δρακόντειος Low diacritics: δρακόντειος Capitals: ΔΡΑΚΟΝΤΕΙΟΣ
Transliteration A: drakónteios Transliteration B: drakonteios Transliteration C: drakonteios Beta Code: drako/nteios

English (LSJ)

ον,

   A of a dragon, κρημνοί E.Ph.1315; νῶτα AP12.257 (Mel.); δειραί APl.4.90; πούς Luc.Philops.4.

Greek (Liddell-Scott)

δρᾰκόντειος: -ον, ἀνήκων εἰς δράκοντα, Εὐρ. Φοιν. 1325, Ἀνθ. Π. 12. 257, Πλαν. 4, 90.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de dragon;
2 habité par des dragons.
Étymologie: δράκων.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM δρακόντειος, -ον
Μ και δρακόντεος, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο
2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα
νεοελλ.
1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι»)
2. αστρον. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστερισμό του δράκοντα
3. φρ. α) αστρον. «δρακόντειος μήνας» ή «δρακόντεια περίοδος» — το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο διελεύσεων της σελήνης από τον ίδιο σύνδεσμο
β) «δρακόντειο αίμα» — ρητινώδης, ερυθρωπός χυμός δέντρων της Ινδικής.

Greek Monotonic

δρᾰκόντειος: -ον (δράκων), αυτός που ανήκει σε δράκο, σε Ευρ., Ανθ.