ψέκτης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
(47c)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ [[ψέγω]]<br />[[κατήγορος]], [[επικριτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλοκατήγορος]].
|mltxt=ο, ΝΑ [[ψέγω]]<br />[[κατήγορος]], [[επικριτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φιλοκατήγορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ψέκτης:''' -ου, ὁ ([[ψέγω]]), [[επικριτής]], [[κατήγορος]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 02:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψέκτης Medium diacritics: ψέκτης Low diacritics: ψέκτης Capitals: ΨΕΚΤΗΣ
Transliteration A: pséktēs Transliteration B: psektēs Transliteration C: psektis Beta Code: ye/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A censurer, faultfinder, Hp.Acut.6, Pl.R.589c, Lg.639c.

German (Pape)

[Seite 1392] ὁ, der Verkleinerer, Tadler, Plat. Rep. IX, 589 c Legg. 1, 639 c, Ggstz von ἐπαινέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ψέκτης: -ου, ὁ, (ψέγω) ὁ ψέγων, κατακρίνων, ὑποβιβάζων τὴν ἀξίαν τινός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 589C, Νόμ. 639Β.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui blâme, censeur, critique.
Étymologie: ψέγω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ψέγω
κατήγορος, επικριτής
νεοελλ.
φιλοκατήγορος.

Greek Monotonic

ψέκτης: -ου, ὁ (ψέγω), επικριτής, κατήγορος, σε Πλάτ.