3,274,498
edits
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἕλκημα]], το (Α)<br /><b>φρ.</b> «κυνῶν [[ἕλκημα]]» — αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά. | |mltxt=[[ἕλκημα]], το (Α)<br /><b>φρ.</b> «κυνῶν [[ἕλκημα]]» — αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἕλκημα:''' -ατος, τό ([[ἑλκέω]]), αυτό που είναι σχισμένο σε κομμάτια, [[λεία]], [[σπάραγμα]], [[βορά]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |