ἕλκημα: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕλκημα]], το (Α)<br /><b>φρ.</b> «κυνῶν [[ἕλκημα]]» — αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά.
|mltxt=[[ἕλκημα]], το (Α)<br /><b>φρ.</b> «κυνῶν [[ἕλκημα]]» — αυτό που θα σύρουν και θα κατασπαράξουν τα σκυλιά.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἕλκημα:''' -ατος, τό ([[ἑλκέω]]), αυτό που είναι σχισμένο σε κομμάτια, [[λεία]], [[σπάραγμα]], [[βορά]], σε Ευρ.
}}
}}