ψοφητικός: Difference between revisions

4b
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>ψοφῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψοφητικόν</i><br />[[καθετί]] που μπορεί να κάνει θόρυβο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>ψοφῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψοφητικόν</i><br />[[καθετί]] που μπορεί να κάνει θόρυβο.
}}
{{elru
|elrutext='''ψοφητικός:''' способный звучать: τὰ μὲν (ζῷα) ψοφητικά, τὰ δ᾽ [[ἄφωνα]], τὰ δε φωνήεντα Arst. одни животные способны издавать звуки, другие неспособны, третьи же одарены голосом.
}}
}}