3,270,620
edits
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάλλακτος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>διάλλακτος</i>, <i>δυσ</i>-<i>διάλλακτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐδιάλλακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, [[ειρηνικός]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |