δυναστικός: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναστικός]], -ή, -όν) [[δυνάστης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη [[δυναστεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βίαιος]], [[καταναγκαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθαίρετος]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δυναστικός]], -ή, -όν) [[δυνάστης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη [[δυναστεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βασιλικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[βίαιος]], [[καταναγκαστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αυθαίρετος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυναστικός:''' -ή, -όν, τυρρανικός, [[αυθαίρετος]], σε Αριστ.
}}
}}