ἑωλοκρασία: Difference between revisions

4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑωλοκρασία]]) <b>νεοελλ.</b> [[μίγμα]], [[κράμα]] («[[οὔτε]] ἀρχαία, [[οὔτε]] νέα [[[γλώσσα]]], ἀλλ' [[ἑωλοκρασία]] τις», Καλλιγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίγμα]] ζωμών από τα δείπνα της προηγούμενης νύχτας, που το έχυναν [[πάνω]] στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό, τις πρωινές ώρες στο [[τέλος]] του συμποσίου<br /><b>2.</b> [[μέθη]], [[κραιπάλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἕωλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρασία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κρατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»)].
|mltxt=η (ΑΜ [[ἑωλοκρασία]]) <b>νεοελλ.</b> [[μίγμα]], [[κράμα]] («[[οὔτε]] ἀρχαία, [[οὔτε]] νέα [[[γλώσσα]]], ἀλλ' [[ἑωλοκρασία]] τις», Καλλιγ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μίγμα]] ζωμών από τα δείπνα της προηγούμενης νύχτας, που το έχυναν [[πάνω]] στα πρόσωπα τών μεθυσμένων και κοιμισμένων συμποτών, για αστεΐσμό, τις πρωινές ώρες στο [[τέλος]] του συμποσίου<br /><b>2.</b> [[μέθη]], [[κραιπάλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἕωλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κρασία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κρατος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑωλοκρᾰσία:''' ἡ ([[κρᾶσις]]), [[μείγμα]] από [[τρυγία]] και κατακάθια μούστου, τα οποία οι μεθυσμένοι έπιναν στο [[τέλος]] του γλεντιού· μεταφ., <i>ἑωλοκρασίαν μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας</i>, χύνοντας πάνω μου τις απεχθείς βρωμιές της δικής του κακίας, σε Δημ.
}}
}}