εἰσελαύνω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εἰσελαύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> ωθώ, [[οδηγώ]] [[μέσα]] (ἵππους δ' εἰσελάσαντες»)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[εισβάλλω]]<br /><b>5.</b> [[εισέρχομαι]] στην [[πόλη]] με θριαμβευτική [[πομπή]].
|mltxt=[[εἰσελαύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> ωθώ, [[οδηγώ]] [[μέσα]] (ἵππους δ' εἰσελάσαντες»)<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]]<br /><b>3.</b> επιτίθεμαι<br /><b>4.</b> [[εισβάλλω]]<br /><b>5.</b> [[εισέρχομαι]] στην [[πόλη]] με θριαμβευτική [[πομπή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἰσελαύνω:''' Επικ. -ελάω, μέλ. -ελάσω [ᾰ], Αττ. <i>-ελῶ</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[οδηγώ]] μέσα, λέγεται για βοσκό που καθοδηγεί το [[κοπάδι]] του, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ., [[κωπηλατώ]], [[τραβώ]] [[κουπί]] ή [[πλέω]], στο ίδ.· [[εισβάλλω]] [[έφιππος]], σε Ξεν.· [[μπαίνω]], [[συμμετέχω]] σε θριαμβευτική [[πομπή]], σε Πλούτ.
}}
}}