κατάπαστος: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάπαστος]], -ον (Α) [[καταπάσσω]]<br /><b>1.</b> καλά πασπαλισμένος<br /><b>2.</b> καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις [[κατάπαστος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κεντημένος, καταστολισμένος («[[χιτών]] χρυσῷ [[κατάπαστος]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] για [[πασπάλισμα]], για [[ράντισμα]].
|mltxt=[[κατάπαστος]], -ον (Α) [[καταπάσσω]]<br /><b>1.</b> καλά πασπαλισμένος<br /><b>2.</b> καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις [[κατάπαστος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κεντημένος, καταστολισμένος («[[χιτών]] χρυσῷ [[κατάπαστος]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[κατάλληλος]] για [[πασπάλισμα]], για [[ράντισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάπαστος:''' -ον, <b class="num">1.</b> πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> κεντημένος, στον ίδ.
}}
}}