3,274,216
edits
(19) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καπηλικός]], -ή, -όν) [[κάπηλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, [[αισχροκερδής]]<br /><b>2.</b> [[βάναυσος]], [[χυδαίος]], [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή καπηλική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[καπηλεία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καπηλικόν</i><br />α) προμηθευτές τροφίμων που ακολουθούσαν τον στρατό<br />β) [[φόρος]] που επιβαλλόταν στις λειανικές πωλήσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καπηλικώς</i> (Α καπηλικῶς)<br />με καπηλικό τρόπο («τὰ πράγματα καπηλικῶς διανέμων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />βάναυσα, χυδαία<br /><b>αρχ.</b><br />πλαστά, με [[νοθεία]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[καπηλικός]], -ή, -όν) [[κάπηλος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάπηλο, [[αισχροκερδής]]<br /><b>2.</b> [[βάναυσος]], [[χυδαίος]], [[αγροίκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή καπηλική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[καπηλεία]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καπηλικόν</i><br />α) προμηθευτές τροφίμων που ακολουθούσαν τον στρατό<br />β) [[φόρος]] που επιβαλλόταν στις λειανικές πωλήσεις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καπηλικώς</i> (Α καπηλικῶς)<br />με καπηλικό τρόπο («τὰ πράγματα καπηλικῶς διανέμων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />βάναυσα, χυδαία<br /><b>αρχ.</b><br />πλαστά, με [[νοθεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰπηλικός:''' -ή, -όν ([[κάπηλος]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε έμπορο λιανικής· <i>ἡ καπηλική</i> (ενν. [[τέχνη]]) = [[καπηλεία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που μοιάζει στη [[συμπεριφορά]] με μικροέμπορο, [[πανούργος]], [[δόλιος]], σε Ανθ.· επίρρ., [[καπηλικῶς]] ἔχειν, με μπαλώματα και [[έτοιμος]] για [[πώληση]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |