3,271,367
edits
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διχόμηνος]], -ον και [[διχόμην]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[μέσο]] του [[μήνα]], στην πανσέληνο ή στην περίοδό της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διχόμηνος]]<br />η [[πανσέληνος]]. | |mltxt=[[διχόμηνος]], -ον και [[διχόμην]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[μέσο]] του [[μήνα]], στην πανσέληνο ή στην περίοδό της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διχόμηνος]]<br />η [[πανσέληνος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐχόμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που διαχωρίζει το [[μήνα]], δηλ. στην πανσέληνο (κατά τη διάρκειά της), ή αυτός που ανήκει σ' αυτήν, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ. | |||
}} | }} |