διχόμηνος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διχόμηνος]], -ον και [[διχόμην]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[μέσο]] του [[μήνα]], στην πανσέληνο ή στην περίοδό της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διχόμηνος]]<br />η [[πανσέληνος]].
|mltxt=[[διχόμηνος]], -ον και [[διχόμην]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο [[μέσο]] του [[μήνα]], στην πανσέληνο ή στην περίοδό της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[διχόμηνος]]<br />η [[πανσέληνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐχόμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που διαχωρίζει το [[μήνα]], δηλ. στην πανσέληνο (κατά τη διάρκειά της), ή αυτός που ανήκει σ' αυτήν, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.
}}
}}