κατηγόρημα: Difference between revisions

5
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και κατηγόρεμα, το (AM [[κατηγόρημα]], Μ και κατηγόρημαν) [[κατηγορῶ]]<br /><b>(λογ.)</b> αυτό που λέγεται για το [[υποκείμενο]], η [[ιδιότητα]], η [[ενέργεια]], το [[πάθος]] και γενικά [[καθετί]] που αποδίδεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]], δηλ. στο [[υποκείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] ή η [[ιδιότητα]] για την οποία κατηγορείται [[κάποιος]], το [[αντικείμενο]] της κατηγορίας<br /><b>2.</b> [[κύριος]] όρος της προτάσεως, ο [[οποίος]] αποδίδεται στο [[υποκείμενο]] της και εκφέρεται [[είτε]] [[μονολεκτικός]], [[οπότε]] [[είναι]] [[ρήμα]], [[είτε]] περιφραστικώς, [[οπότε]] αποτελείται από ένα συνδετικό [[ρήμα]] και από το [[κατηγορούμενο]], π.χ. «ο [[ήλιος]] <i>λάμπει</i>», «<i>ἁπλοῡς</i> ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας <i>ἔφυ</i>»<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πίπτω]] εἰς [[κατηγόρημα]]» — εκτίθεμαι σε [[κατηγορία]], κατηγορούμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατηγορία]], [[μομφή]] («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ [[κατηγόρημα]] ἕν ἔστω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεγονός]] ή [[ενέργεια]] η οποία φανερώνει [[κάτι]], [[ένδειξη]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]], [[σημείωση]].
|mltxt=και κατηγόρεμα, το (AM [[κατηγόρημα]], Μ και κατηγόρημαν) [[κατηγορῶ]]<br /><b>(λογ.)</b> αυτό που λέγεται για το [[υποκείμενο]], η [[ιδιότητα]], η [[ενέργεια]], το [[πάθος]] και γενικά [[καθετί]] που αποδίδεται σε κάποιον ή σε [[κάτι]], δηλ. στο [[υποκείμενο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[πράξη]] ή η [[ιδιότητα]] για την οποία κατηγορείται [[κάποιος]], το [[αντικείμενο]] της κατηγορίας<br /><b>2.</b> [[κύριος]] όρος της προτάσεως, ο [[οποίος]] αποδίδεται στο [[υποκείμενο]] της και εκφέρεται [[είτε]] [[μονολεκτικός]], [[οπότε]] [[είναι]] [[ρήμα]], [[είτε]] περιφραστικώς, [[οπότε]] αποτελείται από ένα συνδετικό [[ρήμα]] και από το [[κατηγορούμενο]], π.χ. «ο [[ήλιος]] <i>λάμπει</i>», «<i>ἁπλοῡς</i> ὁ μῡθος τῆς ἀληθείας <i>ἔφυ</i>»<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πίπτω]] εἰς [[κατηγόρημα]]» — εκτίθεμαι σε [[κατηγορία]], κατηγορούμαι<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατηγορία]], [[μομφή]] («ἓν τε τῇ δοκιμασίᾳ [[κατηγόρημα]] ἕν ἔστω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεγονός]] ή [[ενέργεια]] η οποία φανερώνει [[κάτι]], [[ένδειξη]]<br /><b>2.</b> [[σημείο]], [[σημείωση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατηγόρημα:''' -ατος, τό, [[κατηγορία]], [[καταγγελία]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
}}