3,274,159
edits
(20) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κισσοφόρος]], αττ. τ. [[κιττοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[στεφανωμένος]] με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα [[νάπη]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κισσοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] που είχε ως [[έμβλημα]] κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νικη</i>-[[φόρος]], [[τροπαιοφόρος]]. | |mltxt=[[κισσοφόρος]], αττ. τ. [[κιττοφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολ. και μτφ.) [[στεφανωμένος]] με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα [[νάπη]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κισσοφόρος]]<br />[[νόμισμα]] που είχε ως [[έμβλημα]] κισσό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κισσός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νικη</i>-[[φόρος]], [[τροπαιοφόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κισσοφόρος:''' Αττ. κιττ-, <i>-ον</i> ([[φέρω]]), αυτός που φέρει κισσό ή είναι [[στεφανωμένος]] με κισσό, σε Πίνδ.· [[πλούσιος]] σε κισσό, σε Ευρ. | |||
}} | }} |