Κροτωνιάτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
(22) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. -ισσα (Α [[Κροτωνιάτης]])<br />αυτός που κατάγεται από την [[πόλη]] Κρότων ή ο [[κάτοικος]] αυτής της πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο, θηλ. -ισσα (Α [[Κροτωνιάτης]])<br />αυτός που κατάγεται από την [[πόλη]] Κρότων ή ο [[κάτοικος]] αυτής της πόλης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τοπων. <i>Κρότων</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:35, 29 December 2020
Greek (Liddell-Scott)
Κροτωνιάτης: ὁ, κάτοικος τῆς Κρότωνος (τῆς Μεγάλης Ἑλλάδος), Κρατῖν. ἐν «Τροφωνίῳ» 9, κτλ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ισσα (Α Κροτωνιάτης)
αυτός που κατάγεται από την πόλη Κρότων ή ο κάτοικος αυτής της πόλης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τοπων. Κρότων].