βιομήχανος: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βιομήχανος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] εργοστασίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έξυπνος]] στο να πορίζεται, να κερδίζει τα [[προς]] το ζην.
|mltxt=ο (Α [[βιομήχανος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ιδιοκτήτης]] εργοστασίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[έξυπνος]] στο να πορίζεται, να κερδίζει τα [[προς]] το ζην.
}}
{{elru
|elrutext='''βιομήχανος:''' умеющий добывать себе пропитание, трудолюбивый ([[ὄρνις]] Arst.).
}}
}}