3,271,486
edits
(23) |
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπτουργικός]], -ή, -όν) [[λεπτουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεπτουργία]] ή στον λεπτουργό («[[λεπτουργικά]] εργαλεία»)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με [[λεπτουργία]] («λεπτουργική [[επεξεργασία]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λεπτουργική</i><br />η [[τέχνη]] του λεπτουργού<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) | |mltxt=-ή, -ό (Α [[λεπτουργικός]], -ή, -όν) [[λεπτουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[λεπτουργία]] ή στον λεπτουργό («[[λεπτουργικά]] εργαλεία»)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος, επεξεργασμένος με [[λεπτουργία]] («λεπτουργική [[επεξεργασία]]»)<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η λεπτουργική</i><br />η [[τέχνη]] του λεπτουργού<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[λεπτουργικά]]<br />είδη λεπτής χειροτεχνίας, λεπτουργήματα. | ||
}} | }} |