μεῖραξ: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM μεῑραξ, -ακος)<br />[[μειράκιο]], [[νεαρός]], [[παλικαράκι]], [[έφηβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοπέλα]]<br /><b>2.</b> (για άνδρα) γυναικωτός, [[κίναιδος]], [[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχαίας προφορικής γλώσσας (ΙΕ [[ρίζα]] <i>merįo</i>- «[[νέος]] άντρας»), παράγωγο σε -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δέλφ</i>-<i>αξ</i>, <i>πόρτ</i>-<i>αξ</i>) πιθ. ενός αμάρτυρου θεματικού ονόματος <i>μεῖρος</i> ή <i>μεῖρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>marya</i>- «[[νέος]] άντρας, [[αγαπητός]]», αβεστ. <i>mairya</i>), ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον πιο εκφραστικό τ. [[μεῖραξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λίθαξ]] <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]). Υπάρχουν αμφιβολίες αν ο αρχ. ινδ. τ. σε -<i>ka</i>-, <i>maryakά</i>-, συνδέεται με τον [[μεῖραξ]]. Ο τ. [[επίσης]] συνδέεται πιθ. με ιραν. <i>mairya</i>- «[[νέος]] άντρας», αρχ. περσ. <i>mar</i><i>ī</i><i>ka</i> «[[υπήκοος]]», λιθουαν. <i>merga</i> «μικρό [[κορίτσι]]» και ίσως με λατ. <i>maritus</i> «[[άνδρας]], [[σύζυγος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειράκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειρακικός]], [[μειράκιος]], [[μειρακίσκος]], [[μειρακύλλιον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[μειρακίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μειρακοειδής]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[συμμείραξ]], [[φιλομείραξ]]].
|mltxt=ο (ΑM μεῑραξ, -ακος)<br />[[μειράκιο]], [[νεαρός]], [[παλικαράκι]], [[έφηβος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοπέλα]]<br /><b>2.</b> (για άνδρα) γυναικωτός, [[κίναιδος]], [[θηλυπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αρχαίας προφορικής γλώσσας (ΙΕ [[ρίζα]] <i>merįo</i>- «[[νέος]] άντρας»), παράγωγο σε -<i>αξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δέλφ</i>-<i>αξ</i>, <i>πόρτ</i>-<i>αξ</i>) πιθ. ενός αμάρτυρου θεματικού ονόματος <i>μεῖρος</i> ή <i>μεῖρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>marya</i>- «[[νέος]] άντρας, [[αγαπητός]]», αβεστ. <i>mairya</i>), ο [[οποίος]] αντικαταστάθηκε από τον πιο εκφραστικό τ. [[μεῖραξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[λίθαξ]] <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]). Υπάρχουν αμφιβολίες αν ο αρχ. ινδ. τ. σε -<i>ka</i>-, <i>maryakά</i>-, συνδέεται με τον [[μεῖραξ]]. Ο τ. [[επίσης]] συνδέεται πιθ. με ιραν. <i>mairya</i>- «[[νέος]] άντρας», αρχ. περσ. <i>mar</i><i>ī</i><i>ka</i> «[[υπήκοος]]», λιθουαν. <i>merga</i> «μικρό [[κορίτσι]]» και ίσως με λατ. <i>maritus</i> «[[άνδρας]], [[σύζυγος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μειράκιο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μειρακικός]], [[μειράκιος]], [[μειρακίσκος]], [[μειρακύλλιον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[μειρακίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μειρακοειδής]]. (Β συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[συμμείραξ]], [[φιλομείραξ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεῖραξ:''' -ᾰκος, ἡ, νεαρό [[κορίτσι]], [[κοπελίτσα]] (το [[μειράκιον]] χρησιμ. για τ' αγόρια), σε Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}