μενεπτόλεμος: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μενεπτόλεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του στη [[μάχη]], που υπομένει γενναία την [[επίθεση]] τών εχθρών, ο [[καρτερικός]] στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φερε</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])].
|mltxt=[[μενεπτόλεμος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν εγκαταλείπει τη [[θέση]] του στη [[μάχη]], που υπομένει γενναία την [[επίθεση]] τών εχθρών, ο [[καρτερικός]] στον πόλεμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μενε</i>- (<b>βλ.</b> [[μένω]]) <span style="color: red;">+</span> [[πτόλεμος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φερε</i>-[[πτόλεμος]], <i>φυγο</i>-[[πτόλεμος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μενεπτόλεμος:''' -ον, αυτός που επιμένει στη [[μάχη]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}