μεταβάλλω: Difference between revisions

5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[μεταβάλλω]]) [[βάλλω]]<br />[[αλλάζω]] την [[κατάσταση]] κάποιου, [[μετατρέπω]] (α. «οι συνθήκες της ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο [[καιρός]] [[κάθε]] [[μέρα]] μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[μεταπείθω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταβάλλομαι</i><br />[[μετριάζω]], [[περιστέλλω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> φρ.) α) «[[μεταβάλλω]] εἰς ὀργήν» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) «μεταβάλλομαι εἰς χαράν» — [[χαίρομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] [[τόπο]], μετακινούμαι<br /><b>2.</b> [[διασκευάζω]], [[μεταγλωττίζω]], [[μεταφράζω]] («εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταβάλλειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] διαφορετική [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]] («μεταβάλλειν ποταμόν», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] ή [[υφίσταμαι]] [[τροποποίηση]] της κατάστασής μου<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ανταλλάσσω]]<br />β) συναλλάσσομαι, [[εμπορεύομαι]] («μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μεταφέρω]], [[μετατοπίζω]]<br />δ) [[κλίνω]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br />ε) [[αλλάζω]] μέρη, τόπους<br />στ) στρέφομαι, [[κλίνω]]<br />ζ) [[ανακατώνω]] με [[κουτάλι]]<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>μεταβάλλει</i><br />αλλάζει η [[πορεία]], ο [[ρυθμός]], ο [[ρους]] («μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταβάλλω]] δίαιταν» — [[αλλάζω]] τρόπο ζωής<br />β) «[[μεταβάλλω]] ὀργήν» — [[ξεθυμώνω]], μού περνά ο [[θυμός]]<br />γ) «[[μεταβάλλω]] εὔνοιαν» — [[αποβάλλω]] την [[εύνοια]], [[σταματώ]] να [[δείχνω]] [[εύνοια]]<br />δ) «[[μεταβάλλω]] χώραν ἐκ χώρας» — [[πηγαίνω]] από τη μια [[χώρα]] στην [[άλλη]]<br /><b>7.</b> [[μετατοπίζω]], [[μεταφέρω]], [[μετακομίζω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[θέση]] («ἵνα τὸν σῑτον μεταβάλησθε», πάπ.).
|mltxt=(ΑM [[μεταβάλλω]]) [[βάλλω]]<br />[[αλλάζω]] την [[κατάσταση]] κάποιου, [[μετατρέπω]] (α. «οι συνθήκες της ζωής μεταβάλλουν τον άνθρωπο» β. «ο [[καιρός]] [[κάθε]] [[μέρα]] μεταβάλλεται» γ. «τὰς φυλὰς (ο Κλεισθένης) μετέβαλε εἰς ἄλλα ὀνόματα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αναπληρώνω]]<br /><b>2.</b> [[μεταπείθω]] κάποιον<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεταβάλλομαι</i><br />[[μετριάζω]], [[περιστέλλω]] [[κάτι]]<br /><b>3.</b> φρ.) α) «[[μεταβάλλω]] εἰς ὀργήν» — οργίζομαι [[εναντίον]] κάποιου<br />β) «μεταβάλλομαι εἰς χαράν» — [[χαίρομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αλλάζω]] [[τόπο]], μετακινούμαι<br /><b>2.</b> [[διασκευάζω]], [[μεταγλωττίζω]], [[μεταφράζω]] («εἰς τὴν Ἑλλάδα φωνὴν μεταβάλλειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] διαφορετική [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]] («μεταβάλλειν ποταμόν», Ιουλ.)<br /><b>2.</b> [[επιχειρώ]] ή [[υφίσταμαι]] [[τροποποίηση]] της κατάστασής μου<br /><b>3.</b> (για καταστάσεις) [[διαδέχομαι]] [[κάτι]] («καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ανταλλάσσω]]<br />β) συναλλάσσομαι, [[εμπορεύομαι]] («μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ», <b>Ξεν.</b>)<br />γ) [[μεταφέρω]], [[μετατοπίζω]]<br />δ) [[κλίνω]] [[προς]] μια [[κατεύθυνση]]<br />ε) [[αλλάζω]] μέρη, τόπους<br />στ) στρέφομαι, [[κλίνω]]<br />ζ) [[ανακατώνω]] με [[κουτάλι]]<br /><b>5.</b> <b>απρόσ.</b> <i>μεταβάλλει</i><br />αλλάζει η [[πορεία]], ο [[ρυθμός]], ο [[ρους]] («μεταβάλλει διὰ πλειόνων ζῴων», Θεόφρ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μεταβάλλω]] δίαιταν» — [[αλλάζω]] τρόπο ζωής<br />β) «[[μεταβάλλω]] ὀργήν» — [[ξεθυμώνω]], μού περνά ο [[θυμός]]<br />γ) «[[μεταβάλλω]] εὔνοιαν» — [[αποβάλλω]] την [[εύνοια]], [[σταματώ]] να [[δείχνω]] [[εύνοια]]<br />δ) «[[μεταβάλλω]] χώραν ἐκ χώρας» — [[πηγαίνω]] από τη μια [[χώρα]] στην [[άλλη]]<br /><b>7.</b> [[μετατοπίζω]], [[μεταφέρω]], [[μετακομίζω]] [[κάτι]] σε [[άλλη]] [[θέση]] («ἵνα τὸν σῑτον μεταβάλησθε», πάπ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>μετέβαλον</i>·<br /><b class="num">Α. I.</b> περνώ σε μια διαφορετική [[τοποθέτηση]], [[στρέφω]] [[γρήγορα]], [[μετὰ]] νῶτα βαλών, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μεταβάλλω]] [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιάν, [[ρίχνω]] το [[μανδύα]] μου προς τα [[δεξιά]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[μετατρέπω]] ([[θέση]], [[άποψη]]), [[αλλάζω]], διαφοροποιούμαι, σε Ηρόδ., Αττ.· [[μεταβάλλω]] ὕδατα, [[πίνω]] διαφορετικό [[νερό]], σε Ηρόδ.· [[μεταβάλλω]] [[ὀργάς]], [[αλλάζω]], δηλ. [[αφήνω]] κατά [[μέρος]] τον θυμό μου, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> δηλώνει [[εξέλιξη]], [[προβαίνω]] σε [[μία]] [[αλλαγή]], [[αλλάζω]] την κατάστασή μου, σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> [[αλλάζω]] την [[πορεία]] μου, <i>μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους</i>, αλλάζοντας την [[πορεία]] του και επιστρέφοντας στους Αθηναίους, σε Ηρόδ.· η μτχ. <i>μεταβάλλων</i> ή <i>μεταβαλών</i> χρησιμ. ως αμτβ., [[σχεδόν]] ως επίρρ., αντί, διαδόχως, σε Ηρόδ., Ευρ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., [[αλλάζω]] [[κάτι]] που ανήκει σε κάποιον, κ.λπ.· [[μεταβάλλω]] ἱμάτια, [[αλλάζω]] τα ρούχα μου, σε Ξεν.· [[μεταβάλλω]] τοὺς τρόπους, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλλάζω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]], [[ανταλλάσσω]], [[μεταβάλλω]] σιγὰν λόγων, [[αφήνω]] τη [[σιωπή]] για να μιλήσω, σε Σοφ.· [[εμπορεύομαι]], συναλλάσσομαι, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[αλλάζω]] τον εαυτό μου, μεταστρέφομαι, σε Πλάτ.· [[αλλάζω]] τους στόχους μου, [[αλλάζω]] [[πλευρά]] ([[άποψη]]), σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, [[γυρίζω]] γύρω-γύρω, σε Ξεν.
}}
}}