ακατάλυτος: Difference between revisions

m
no edit summary
(2)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάλυτος]], -ον) [[καταλύω]]<br />αυτός που δεν καταλύεται ο [[αιώνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν φθείρεται, ο [[ανθεκτικός]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτική [[νηστεία]]) η [[μέρα]] [[κατά]] την οποία δεν επιτρέπεται η [[κατάλυση]], η [[κατανάλωση]] πασχαλινού φαγητού.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάλυτος]], -ον) [[καταλύω]]<br />αυτός που δεν καταλύεται ο [[αιώνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν φθείρεται, ο [[ανθεκτικός]]<br /><b>2.</b> (για θρησκευτική [[νηστεία]]) η [[μέρα]] [[κατά]] την οποία δεν επιτρέπεται η [[κατάλυση]], η [[κατανάλωση]] πασχαλινού φαγητού.
}}
{{trml
|trtx====[[indestructible]]===
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: [[onverwoestbaar]]; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: [[indestructible]]; Galician: indestruible; German: [[unzerstörbar]], [[unvernichtbar]]; Greek: [[άφθαρτος]], [[ακατάλυτος]], [[άθραυστος]], [[ανθεκτικός]], [[ακατάστρεπτος]], [[ακατεδάφιστος]], [[άτρωτος]], [[ακατανίκητος]]; Ancient Greek: [[ἀδαμάντινος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδιάλυτος]], [[ἀδιασκέδαστος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄθραυστος]], [[ἄθρυπτος]], [[ἀκάαπτον]], [[ἀκαθαίρετος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκατάλυτος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκατάργητος]], [[ἀκατάστρεπτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἄλυτος]], [[ἀμαράντινος]], [[ἀμετάληπτος]], [[ἀναπόθετος]], [[ἀνεξάλειπτος]], [[ἀνώλεθρος]], [[ἄρρηκτος]], [[ἀσύντριπτος]], [[ἀτειρής]], [[ἄτριστος]], [[ἄφθιτος]]; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: [[indistruttibile]]; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: [[indelebilis]]; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: [[indestrutível]]; Romanian: indestructibil; Russian: [[нерушимый]], [[неразрушимый]]; Spanish: [[indestructible]]; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний
}}
}}