ἀλεξίκακος: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεξίκακος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρούει το [[κακό]] ή τη [[συμφορά]]<br /><b>2.</b> [[αρωγός]], [[προστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλέξω]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]].
|mltxt=[[ἀλεξίκακος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που αποκρούει το [[κακό]] ή τη [[συμφορά]]<br /><b>2.</b> [[αρωγός]], [[προστάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλεξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλέξω]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλεξίκᾰκος:''' -ον, αυτός που απομακρύνει το [[κακό]] ή την [[βλάβη]], σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., <i>δίψης ἀλ</i>., σε Ανθ.
}}
}}