ἀνεπίπληκτος: Difference between revisions

1
(4)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> μη υποκείμενος σε [[κατάκριση]] ή [[επίπληξη]]<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]], [[χυδαίος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν ασκεί έλεγχο, που δεν ψέγει.
|mltxt=[[ἀνεπίπληκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> μη υποκείμενος σε [[κατάκριση]] ή [[επίπληξη]]<br /><b>2.</b> [[ακόλαστος]], [[χυδαίος]]<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν ασκεί έλεγχο, που δεν ψέγει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνεπίπληκτος:''' обходящийся без наказаний (ἀ. [[τροφή]] Plat.).
}}
}}