ανθρωποφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
(4)
 
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωποφόρος]], -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)<br />αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη [[σάρκα]]<br />«τὸ δεῑν προσκυνεῑν μὴ [[σάρκα]] θεοφόρον [[ἀλλά]] θεὸν ἀνθρωποφόρον» (<b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
|mltxt=[[ἀνθρωποφόρος]], -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)<br />αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη [[σάρκα]]<br />«τὸ δεῖν προσκυνεῖν μὴ [[σάρκα]] θεοφόρον [[ἀλλά]] θεὸν ἀνθρωποφόρον» (<b>Γρηγ. Ναζ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἀνθρωποφόρος, -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)
αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη σάρκα
«τὸ δεῖν προσκυνεῖν μὴ σάρκα θεοφόρον ἀλλά θεὸν ἀνθρωποφόρον» (Γρηγ. Ναζ.).