ανθρωποφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
(4) |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθρωποφόρος]], -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)<br />αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη [[σάρκα]]<br />«τὸ | |mltxt=[[ἀνθρωποφόρος]], -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)<br />αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη [[σάρκα]]<br />«τὸ δεῖν προσκυνεῖν μὴ [[σάρκα]] θεοφόρον [[ἀλλά]] θεὸν ἀνθρωποφόρον» (<b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
ἀνθρωποφόρος, -ον (AM) (αποδίδεται στον Χριστό)
αυτός που έχει φορέσει, που έχει περιβληθεί την ανθρώπινη σάρκα
«τὸ δεῖν προσκυνεῖν μὴ σάρκα θεοφόρον ἀλλά θεὸν ἀνθρωποφόρον» (Γρηγ. Ναζ.).