ἀπήνη: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπήνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]] με [[τέσσερεις]] τροχούς που σύρεται από μουλάρια<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] άμαξας ή άρματος<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] μεταφοράς<br /><b>4.</b> το [[ζευγάρι]], δύο άνθρωποι ή [[ζευγάρι]] από ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] με τον τ. [[πήνος]] «ύφασμα, [[ιστός]]», λατ. <i>pannus</i> «ύφασμα» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Η [[σύνδεση]] με Μυκην. γεν. πλ. <i>apenewo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>απηνεύς</i> «[[υποζύγιο]] για όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς» δικαιολογεί το <i>η</i> της δεύτερης συλλαβής ως κοινό ελληνικό. Πιθ. [[πήνα]] (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[απήνη]], με [[αποκοπή]] του αρχικού <i>α</i>. Ο τ. [[είναι]] [[συνώνυμος]] της λ. [[άμαξα]], απαντά στον Όμηρο και στους άλλους ποιητές, ενώ [[είναι]] [[άγνωστος]] στην [[πεζογραφία]]. Μαρτυρείται [[παράλληλος]] θεσσαλ. τ. <i>καπᾱνᾱ</i>].
|mltxt=[[ἀπήνη]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[άμαξα]] με [[τέσσερεις]] τροχούς που σύρεται από μουλάρια<br /><b>2.</b> [[κάθε]] [[είδος]] άμαξας ή άρματος<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[μέσο]] μεταφοράς<br /><b>4.</b> το [[ζευγάρι]], δύο άνθρωποι ή [[ζευγάρι]] από ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Ο [[συσχετισμός]] με τον τ. [[πήνος]] «ύφασμα, [[ιστός]]», λατ. <i>pannus</i> «ύφασμα» δεν [[είναι]] [[ικανοποιητικός]]. Η [[σύνδεση]] με Μυκην. γεν. πλ. <i>apenewo</i> <span style="color: red;"><</span> <i>απηνεύς</i> «[[υποζύγιο]] για όχημα με [[τέσσερεις]] τροχούς» δικαιολογεί το <i>η</i> της δεύτερης συλλαβής ως κοινό ελληνικό. Πιθ. [[πήνα]] (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;"><</span> [[απήνη]], με [[αποκοπή]] του αρχικού <i>α</i>. Ο τ. [[είναι]] [[συνώνυμος]] της λ. [[άμαξα]], απαντά στον Όμηρο και στους άλλους ποιητές, ενώ [[είναι]] [[άγνωστος]] στην [[πεζογραφία]]. Μαρτυρείται [[παράλληλος]] θεσσαλ. τ. <i>καπᾱνᾱ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> τετράτροχη [[άμαξα]] που την έσερναν μουλάρια, σε Όμηρ.· [[άμαξα]] ή [[άρμα]] οποιουδήποτε τύπου, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., ναΐα [[ἀπήνη]], το [[πλοίο]], σε Ευρ.· [[τετραβάμων]] [[ἀπήνη]], λέγεται για το δούρειο ίππο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, όπως το [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]], όπως π.χ. [[δύο]] αδελφών, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}