ἀποδοκεῖ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀποδοκεῑ (Α) [[δοκεί]]<br /><b>απρόσ.</b> φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει [[κάτι]].
|mltxt=ἀποδοκεῑ (Α) [[δοκεί]]<br /><b>απρόσ.</b> φαίνεται καλό σε κάποιον να μη κάνει [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδοκεῖ:''' απρόσ. ([[δοκέω]]), θεωρείται καλό να μην κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]], με απαρ., ἀπέδοξέ [[σφι]] πράττειν ή <i>μὴ πράττειν</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· μερικές φορές το απαρ. παραλείπεται, ὥς [[σφι]] ἀπέδοξε, όταν αποφάσισαν να μην (προχωρήσουν [[περαιτέρω]]), σε Ηρόδ.
}}
}}