ἀποκαπύω: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποκαπύω]] (Α)<br />[[εκπνέω]] («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» — έχασε την [[πνοή]] της, λιποθύμησε, [[Όμηρος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καπύω]] «[[εκπνέω]]»].
|mltxt=[[ἀποκαπύω]] (Α)<br />[[εκπνέω]] («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» — έχασε την [[πνοή]] της, λιποθύμησε, [[Όμηρος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καπύω]] «[[εκπνέω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκᾰπύω:''' [[εκπνέω]], [[βγάζω]] την [[ανάσα]] από το [[στήθος]] μου, [[αποπνέω]]· <i>ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν</i> (Επικ. αόρ. αʹ με [[τμήση]]), απέπνευσε την [[ζωή]] της, δηλ. λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}