ἄπροικος: Difference between revisions

3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. [[απροίκιστος]] (AM [[ἄπροικος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[προίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ετοιμάσει την [[προίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[μερίδιο]].
|mltxt=κ. [[απροίκιστος]] (AM [[ἄπροικος]], -ον)<br />ο [[χωρίς]] [[προίκα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ετοιμάσει την [[προίκα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[μερίδιο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπροικος:''' -ον ([[προίξ]]), αυτός που δεν έχει [[μερίδιο]] σε [[κάτι]] ή σε [[προίκα]]· <i>ἄπροικον τὴν ἀδελφὴν διδόναι</i>, [[παντρεύω]] την [[αδελφή]] μου [[χωρίς]] να την έχω προικίσει, σε Ισαίο.
}}
}}