Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτοφόντης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτοφόντης]], ο (Α)<br />ο [[φονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]» με [[επίδραση]] του [[φόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδροφόντης</i>, [[μητροφόντης]], [[πατροφόντης]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[αὐτοφόντης]], ο (Α)<br />ο [[φονιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αυτο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[φόντης]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]» με [[επίδραση]] του [[φόνος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανδροφόντης</i>, [[μητροφόντης]], [[πατροφόντης]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοφόντης:''' -ου, ὁ, = το προηγ., ο [[δολοφόνος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοφόντης Medium diacritics: αὐτοφόντης Low diacritics: αυτοφόντης Capitals: ΑΥΤΟΦΟΝΤΗΣ
Transliteration A: autophóntēs Transliteration B: autophontēs Transliteration C: aftofontis Beta Code: au)tofo/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A murderer of kin, E.Med.1269; prob. corrupt in S.El.272; στρῆνος Lyc.438.

German (Pape)

[Seite 404] ὁ, Selbstmörder, v. l. Soph. El. 264; Eur. Med. 1269; στρῆνος Lycophr. 438.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφόντης: -ου, ὁ φονεύς, Εὐρ. Μήδ. 1260.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tue de sa main, meurtrier.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ asesino de la propia familia ὁ αὐ. ... πατρός S.El.272, cf. E.Med.1269, αἱ Νυκτὸς κόραι πρὸς αὐτοφόντην στρῆνον ὥπλισαν μόρου Lyc.438.

Greek Monolingual

αὐτοφόντης, ο (Α)
ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος (πρβλ. ανδροφόντης, μητροφόντης, πατροφόντης κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτοφόντης: -ου, ὁ, = το προηγ., ο δολοφόνος, σε Ευρ.