ἄχρηστος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρηστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χρησιμεύει σε [[τίποτε]], [[ανώφελος]], [[περιττός]]<br /><b>2.</b> [[αισχρός]], [[φαύλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άκυρος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀχρήστως</i><br />[[μάταια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]] ή αποτελεσματικότητα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[ανώφελος]], [[επιζήμιος]], [[επιβλαβής]]<br /><b>3.</b> [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>4.</b> (για λόγους) [[σκαιός]], [[δυσμενής]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν χρησιμοποιεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[άχρηστος]] αντικατέστησε το επίθ. [[αχρείος]], [[αφότου]] το τελευταίο έπαψε να σημαίνει «[[άχρηστος]], [[ασήμαντος]]». Έτσι με τη λ. [[άχρηστος]] εκφράστηκε και εκφράζεται [[μέχρι]] [[σήμερα]] η [[σημασία]] του μη χρήσιμου. Εν τούτοις στη Μεσαιωνική και το επίθ. [[άχρηστος]], όπως εξάλλου και το [[αχρείος]], προσέλαβε τη [[σημασία]] «[[αισχρός]], [[φαύλος]]», εν αντιθέσει [[προς]] το [[χρηστός]], που από τη [[σημασία]] «[[χρήσιμος]]» κατέληξε να σημαίνει «[[ηθικός]], [[ενάρετος]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρηστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χρησιμεύει σε [[τίποτε]], [[ανώφελος]], [[περιττός]]<br /><b>2.</b> [[αισχρός]], [[φαύλος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[άκυρος]]<br /><b>2.</b> [[ανόητος]], [[απερίσκεπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἀχρήστως</i><br />[[μάταια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]] ή αποτελεσματικότητα<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[ανώφελος]], [[επιζήμιος]], [[επιβλαβής]]<br /><b>3.</b> [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>4.</b> (για λόγους) [[σκαιός]], [[δυσμενής]]<br /><b>5.</b> αυτός που δεν χρησιμοποιεί [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[άχρηστος]] αντικατέστησε το επίθ. [[αχρείος]], [[αφότου]] το τελευταίο έπαψε να σημαίνει «[[άχρηστος]], [[ασήμαντος]]». Έτσι με τη λ. [[άχρηστος]] εκφράστηκε και εκφράζεται [[μέχρι]] [[σήμερα]] η [[σημασία]] του μη χρήσιμου. Εν τούτοις στη Μεσαιωνική και το επίθ. [[άχρηστος]], όπως εξάλλου και το [[αχρείος]], προσέλαβε τη [[σημασία]] «[[αισχρός]], [[φαύλος]]», εν αντιθέσει [[προς]] το [[χρηστός]], που από τη [[σημασία]] «[[χρήσιμος]]» κατέληξε να σημαίνει «[[ηθικός]], [[ενάρετος]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄχρηστος:''' -ον ([[χράομαι]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άχρηστος]], [[ανώφελος]], αυτός που δεν εξυπηρετεί σε [[τίποτα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για χρησμό, αναποτελεσματικός, σε Ευρ.· [[ἄχρηστος]] ἔς ή [[πρός]] τι, [[ακατάλληλος]] για [[κάτι]], σε Ηρόδ.· <i>ἄχρηστός τινι</i>, [[ανώφελος]], λέγεται για ένα [[πρόσωπο]], στον ίδ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το [[ἀχρεῖος]], λέγεται για άχρηστους ανθρώπους και για πρόσωπα που δεν κάνουν [[τίποτα]], για οκνηρούς, σε Ρήτ.<br /><b class="num">3.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κάνει [[χρήση]] με δοτ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> ([[χρηστός]]) [[αγενής]], [[χαλεπός]], σε Ηρόδ.
}}
}}