βαρβαρώνομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι"
(7)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[βαρβαρώνομαι]], Α βαρβαροῡμαι, -όομαι) [[βάρβαρος]]<br />[[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], [[χάνω]] την ελληνικότητά μου ή την [[ανθρωπιά]] μου<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παρακμ.) <i>βεβαρβαρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i>- [[δυσνόητος]], [[δυσερμήνευτος]].
|mltxt=(Μ [[βαρβαρώνομαι]], Α βαρβαοῦμαι, -όομαι) [[βάρβαρος]]<br />[[γίνομαι]] [[βάρβαρος]], [[χάνω]] την ελληνικότητά μου ή την [[ανθρωπιά]] μου<br /><b>αρχ.</b><br />(μτχ. παρακμ.) <i>βεβαρβαρωμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i>- [[δυσνόητος]], [[δυσερμήνευτος]].
}}
}}