Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βαρύλογος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist

Menander, Monostichoi, 509
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[βαρύλογος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] στα [[λόγια]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που λέει [[βαριά]], υβριστικά [[λόγια]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[βαρύλογος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] στα [[λόγια]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που λέει [[βαριά]], υβριστικά [[λόγια]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαρύλογος:''' злоречивый (ἔχθη Pind.).
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρύλογος Medium diacritics: βαρύλογος Low diacritics: βαρύλογος Capitals: ΒΑΡΥΛΟΓΟΣ
Transliteration A: barýlogos Transliteration B: barylogos Transliteration C: varylogos Beta Code: baru/logos

English (LSJ)

[ῠ], ον,

   A vented in bitter words, ἔχθεα Pi.P.2.55; offensive, of certain Stoic tenets, Phld.Sto.Herc.339.12.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρύλογος: -ον, ὁ διὰ πικρῶν λέξεων ἐκδηλούμενος, ἔχθεα Πίνδ. ΙΙ. 2. 100.

English (Slater)

βᾰρῠλογος
   1 vented in bitter words βαρυλόγοις ἔχθεσιν (P. 2.55)

Spanish (DGE)

(βᾰρύλογος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
insultante, ofensivo, εἶδον ... Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον he visto a Arquíloco engordar con odios insultantes Pi.P.2.55, cf. Phld.Sto.14.25.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βαρύλογος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος
αρχ.
εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια.

Russian (Dvoretsky)

βαρύλογος: злоречивый (ἔχθη Pind.).