βαρύλογος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[βαρύλογος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] στα [[λόγια]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που λέει [[βαριά]], υβριστικά [[λόγια]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[βαρύλογος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[βαρύς]] στα [[λόγια]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που λέει [[βαριά]], υβριστικά [[λόγια]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύλογος:''' злоречивый (ἔχθη Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A vented in bitter words, ἔχθεα Pi.P.2.55; offensive, of certain Stoic tenets, Phld.Sto.Herc.339.12.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύλογος: -ον, ὁ διὰ πικρῶν λέξεων ἐκδηλούμενος, ἔχθεα Πίνδ. ΙΙ. 2. 100.
English (Slater)
βᾰρῠλογος
1 vented in bitter words βαρυλόγοις ἔχθεσιν (P. 2.55)
Spanish (DGE)
(βᾰρύλογος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
insultante, ofensivo, εἶδον ... Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πιαινόμενον he visto a Arquíloco engordar con odios insultantes Pi.P.2.55, cf. Phld.Sto.14.25.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α βαρύλογος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που είναι βαρύς στα λόγια, λιγομίλητος
αρχ.
εκείνος που λέει βαριά, υβριστικά λόγια.
Russian (Dvoretsky)
βαρύλογος: злоречивый (ἔχθη Pind.).