βοήθημα: Difference between revisions

1b
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βοήθημα]]) [[βοηθώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέσο]] με το οποίο παρέχεται η [[βοήθεια]] ή το [[πράγμα]] που χρησιμεύει για [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] ή [[σύγγραμμα]] από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο [[μελετητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταφύγιο]].
|mltxt=το (AM [[βοήθημα]]) [[βοηθώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέσο]] με το οποίο παρέχεται η [[βοήθεια]] ή το [[πράγμα]] που χρησιμεύει για [[βοήθεια]]<br /><b>2.</b> [[βιβλίο]] ή [[σύγγραμμα]] από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο [[μελετητής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[φάρμακο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καταφύγιο]].
}}
{{elru
|elrutext='''βοήθημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> помощь, поддержка (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> средство, способ: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;<br /><b class="num">3)</b> лечебное средство, лекарство Plut., Diod.
}}
}}