3,273,735
edits
(7) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[γαιήοχος]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που σείει τη γη<br /><b>2.</b> (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη<br /><b>3.</b> αυτός που προστατεύει τη [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β' συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο -<i>οχος</i> <span style="color: red;"><</span> έχω (<b>[[πρβλ]].</b> [[γηοχέω]] «[[κατέχω]] γη»). Άλλοι ερμήνευσαν τη λ. [[γαιήοχος]] ως <i>Γαῖαν ὀχεύων</i> ή <i>Γαῖα ὀχούμενος</i>, σύμφωνα με μια λατρευτική [[παράδοση]] [[κατά]] την οποία ο Ποσειδώνας, με τη [[μορφή]] ενός επιβήτορα ενώθηκε με τη [[Δήμητρα]] (θεά της γης) που είχε μεταμορφωθεί σε [[φοράδα]]. Πιο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]], που στηρίζεται στον δωρικό τ. <i>γαιάFοχος</i>, ότι δηλ. το β' συνθετικό της λ. [[είναι]] -<i>Fοχος</i> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>wegh</i>- «[[κινώ]], [[φέρω]], [[οδηγώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Fέχω</i> «[[φέρω]]», λατ. <i>veh</i><i>ō</i> «[[φέρω]]», αρχ. <i>ινδ</i>. <i>vάhati</i> «οχούμαι»). Σύμφωνα μ' αυτή την [[ετυμολογία]] η λ. ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως: α) «αυτός που οδηγεί το [[άρμα]] του (τρέχει) [[κάτω]] από τη γη» (Ποσειδώνας: [[θεός]] των ποταμών)<br />β) «αυτός που φέρνει τη γη (=[[Δήμητρα]]) στο [[σπίτι]] του, αυτός που παντρεύεται, δηλ. ο [[σύζυγος]] της Γαίας, άρα ο Ποσειδώνας». Τέλος, [[εξίσου]] ικανοποιητική φαίνεται και η [[άποψη]] που τονίζει τη σημ. «[[κινώ]], [[σείω]]» της ρίζας <i>wegh</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vex</i><i>ō</i> «[[σείω]]», γοτ. <i>gawigan</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ταράσσω]]», στην οποία η [[ερμηνεία]] της λ. [[γαιήοχος]] «αυτός που σείει τη γη» ταιριάζει απόλυτα]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[γαιήοχος]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που σείει τη γη<br /><b>2.</b> (για τον ωκεανό) αυτός που περιβάλλει τη γη<br /><b>3.</b> αυτός που προστατεύει τη [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Με τη σημ. «αυτός που προστατεύει τη γη» ως β' συνθετικό της λ. θεωρήθηκε ο -<i>οχος</i> <span style="color: red;"><</span> έχω (<b>[[πρβλ]].</b> [[γηοχέω]] «[[κατέχω]] γη»). Άλλοι ερμήνευσαν τη λ. [[γαιήοχος]] ως <i>Γαῖαν ὀχεύων</i> ή <i>Γαῖα ὀχούμενος</i>, σύμφωνα με μια λατρευτική [[παράδοση]] [[κατά]] την οποία ο Ποσειδώνας, με τη [[μορφή]] ενός επιβήτορα ενώθηκε με τη [[Δήμητρα]] (θεά της γης) που είχε μεταμορφωθεί σε [[φοράδα]]. Πιο πιθανή φαίνεται η [[υπόθεση]], που στηρίζεται στον δωρικό τ. <i>γαιάFοχος</i>, ότι δηλ. το β' συνθετικό της λ. [[είναι]] -<i>Fοχος</i> <span style="color: red;"><</span> (ινδοευρ. [[ρίζα]]) <i>wegh</i>- «[[κινώ]], [[φέρω]], [[οδηγώ]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Fέχω</i> «[[φέρω]]», λατ. <i>veh</i><i>ō</i> «[[φέρω]]», αρχ. <i>ινδ</i>. <i>vάhati</i> «οχούμαι»). Σύμφωνα μ' αυτή την [[ετυμολογία]] η λ. ερμηνεύτηκε ποικιλοτρόπως: α) «αυτός που οδηγεί το [[άρμα]] του (τρέχει) [[κάτω]] από τη γη» (Ποσειδώνας: [[θεός]] των ποταμών)<br />β) «αυτός που φέρνει τη γη (=[[Δήμητρα]]) στο [[σπίτι]] του, αυτός που παντρεύεται, δηλ. ο [[σύζυγος]] της Γαίας, άρα ο Ποσειδώνας». Τέλος, [[εξίσου]] ικανοποιητική φαίνεται και η [[άποψη]] που τονίζει τη σημ. «[[κινώ]], [[σείω]]» της ρίζας <i>wegh</i><br /><b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>vex</i><i>ō</i> «[[σείω]]», γοτ. <i>gawigan</i> «[[θέτω]] σε [[κίνηση]], [[ταράσσω]]», στην οποία η [[ερμηνεία]] της λ. [[γαιήοχος]] «αυτός που σείει τη γη» ταιριάζει απόλυτα]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γαιήοχος:''' ([[ἔχω]]), Δωρ. γαιά-οχος, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I.</b> ποιητ. αντί [[γηοῦχος]], αυτός που [[βαστά]], συγκρατεί, περικλείει τη γη, λέγεται για τον Ποσειδώνα, σε Όμηρ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που προστατεύει τη [[χώρα]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |