3,276,318
edits
(8) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γήλοφος]], ο (AM [[γεώλοφος]] και [[γήλοφος]], ο<br />Α και γήλοφον, το)<br />χαμηλό ύψωμα, [[χωμάτινος]] [[λόφος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγροίκος]], ο χοντροφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο σκεπασμένος με [[χώμα]] («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»). | |mltxt=και [[γήλοφος]], ο (AM [[γεώλοφος]] και [[γήλοφος]], ο<br />Α και γήλοφον, το)<br />χαμηλό ύψωμα, [[χωμάτινος]] [[λόφος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγροίκος]], ο χοντροφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο σκεπασμένος με [[χώμα]] («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γεώλοφος:''' -ον, καλυμμένος με [[χώμα]]· ως ουσ., [[λόφος]], [[λοφίσκος]], [[γήλοφος]], σε Ξεν.· επίσης, <i>[[γεώλοφον]]</i>, <i>τό</i>, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |