γεώλοφος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γήλοφος]], ο (AM [[γεώλοφος]] και [[γήλοφος]], ο<br />Α και γήλοφον, το)<br />χαμηλό ύψωμα, [[χωμάτινος]] [[λόφος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγροίκος]], ο χοντροφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο σκεπασμένος με [[χώμα]] («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).
|mltxt=και [[γήλοφος]], ο (AM [[γεώλοφος]] και [[γήλοφος]], ο<br />Α και γήλοφον, το)<br />χαμηλό ύψωμα, [[χωμάτινος]] [[λόφος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />ο [[αγροίκος]], ο χοντροφτιαγμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> ο σκεπασμένος με [[χώμα]] («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''γεώλοφος:''' -ον, καλυμμένος με [[χώμα]]· ως ουσ., [[λόφος]], [[λοφίσκος]], [[γήλοφος]], σε Ξεν.· επίσης, <i>[[γεώλοφον]]</i>, <i>τό</i>, σε Θεόκρ.
}}
}}