3,274,752
edits
(8) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM γενναῑος, -α, -ον, Α και -ος, -ον)<br />[[μεγαλόψυχος]], [[ανδρείος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]], [[άφθονος]] («πήρε γενναία [[αμοιβή]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βάδισμα]]) γρήγορος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα γνωρίσματα της γενιάς του, της καταγωγής του<br /><b>2.</b> ο υψηλής καταγωγής, ο [[ευγενής]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ευγενικό [[ήθος]]<br /><b>4.</b> ο [[καλός]] στο [[είδος]] του, ο [[εξαιρετικός]]<br /><b>5.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]]<br /><b>6.</b> (για ζώα) ο καλής ράτσας<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γενναίον</i><br />η [[γενναιότητα]], η [[ευγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. [[γενναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γενεαίος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γενεά]]. Το διπλό [[σύμφωνο]] (<i>νν</i>) προήλθε [[είτε]] από συμφωνική [[προφορά]] του -<i>ε</i>- [[είτε]] από εκφραστικό διπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[γεννώ]]). Πρόκειται για [[λέξη]] ήδη ομηρική, με αρχική [[σημασία]] «αυτός που έχει τα γνωρίσματα της γενιάς του, της καταγωγής του» (<b>[[πρβλ]].</b> τον ορισμό του Αριστοτέλους «εὐγενὲς μὲν ἐστὶ τὸ ἐξ ἀγαθοῡ γένους, γενναῑον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως»). Με [[αφετηρία]] τη [[σημασία]] αυτή, η λ. [[γενναίος]] χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] για τον χαρακτηρισμό προσώπων, πράξεων ή συμπεριφοράς, προσλαμβάνοντας μερικές φορές και τη σημασιολογική [[απόχρωση]] του δυνατού, του βίαιου. Το [[γενναίος]] συνδέεται σημασιολογικά με τα [[αγαθός]] «[[ευγενής]] στην [[καταγωγή]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]]» <b>Όμ.</b>, αρχ. [[θρασύς]] «[[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]», [[τολμηρός]] και [[ανδρείος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γενναιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γενναιοπρεπής]], [[φιλογενναίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναιόθυμος]], [[γενναιοκάρδιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γενναιόφρων]], [[γενναιόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γενναιόδωρος]], [[γενναιόκαρδος]]]. | |mltxt=-α, -ο (AM γενναῑος, -α, -ον, Α και -ος, -ον)<br />[[μεγαλόψυχος]], [[ανδρείος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γενναιόδωρος]], [[πλουσιοπάροχος]], [[άφθονος]] («πήρε γενναία [[αμοιβή]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για [[βάδισμα]]) γρήγορος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει τα γνωρίσματα της γενιάς του, της καταγωγής του<br /><b>2.</b> ο υψηλής καταγωγής, ο [[ευγενής]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει ευγενικό [[ήθος]]<br /><b>4.</b> ο [[καλός]] στο [[είδος]] του, ο [[εξαιρετικός]]<br /><b>5.</b> [[έντονος]], [[σφοδρός]]<br /><b>6.</b> (για ζώα) ο καλής ράτσας<br /><b>7.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γενναίον</i><br />η [[γενναιότητα]], η [[ευγένεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. [[γενναίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>γενεαίος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γενεά]]. Το διπλό [[σύμφωνο]] (<i>νν</i>) προήλθε [[είτε]] από συμφωνική [[προφορά]] του -<i>ε</i>- [[είτε]] από εκφραστικό διπλασιασμό (<b>βλ.</b> και λ. [[γεννώ]]). Πρόκειται για [[λέξη]] ήδη ομηρική, με αρχική [[σημασία]] «αυτός που έχει τα γνωρίσματα της γενιάς του, της καταγωγής του» (<b>[[πρβλ]].</b> τον ορισμό του Αριστοτέλους «εὐγενὲς μὲν ἐστὶ τὸ ἐξ ἀγαθοῡ γένους, γενναῑον δὲ τὸ μὴ ἐξιστάμενον ἐκ τῆς [[αὐτοῦ]] φύσεως»). Με [[αφετηρία]] τη [[σημασία]] αυτή, η λ. [[γενναίος]] χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] για τον χαρακτηρισμό προσώπων, πράξεων ή συμπεριφοράς, προσλαμβάνοντας μερικές φορές και τη σημασιολογική [[απόχρωση]] του δυνατού, του βίαιου. Το [[γενναίος]] συνδέεται σημασιολογικά με τα [[αγαθός]] «[[ευγενής]] στην [[καταγωγή]], [[γενναίος]], [[ανδρείος]]» <b>Όμ.</b>, αρχ. [[θρασύς]] «[[τολμηρός]], [[θαρραλέος]], [[γενναίος]]», [[τολμηρός]] και [[ανδρείος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γενναιότητα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[γενναιοπρεπής]], [[φιλογενναίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γενναιόθυμος]], [[γενναιοκάρδιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[γενναιόφρων]], [[γενναιόψυχος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γενναιόδωρος]], [[γενναιόκαρδος]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γενναῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[γέννα]]), αυτός που αρμόζει στη [[γενιά]] ή στην [[καταγωγή]] κάποιου· <i>οὔ μοι γενναῖον</i>, αυτό δεν ταιριάζει στην αρχοντική [[καταγωγή]] μου, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που έχει υψηλή [[καταγωγή]], [[ευγενής]] εκ γενετής, Λατ. [[generosus]], σε Ηρόδ., Τραγ.· ομοίως, χρησιμοποιείται για τα ζώα, [[καλοθρεμμένος]], σε Πλάτ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που έχει ανώτερη [[νόηση]], [[μεγαλόφρων]], σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ γενναῖον = ἡ [[γενναιότης]], σε Σοφ.· επίσης, λέγεται για [[ενέργεια]], αριστοκρατική, ευγενική, σε Ηρόδ., Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για πράγματα, [[εξαίρετα]] στο είδος τους, άριστα, αξιόλογα, σε Ξεν.· επίσης, αυθεντικά, ανόθευτα, έντονα, [[δύη]], σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> επίρρ., <i>-ως</i>, αριστοκρατικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οτέρως</i>, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-ότατα</i>, σε Ευρ. | |||
}} | }} |