δάκτυλος: Difference between revisions

3
(8)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και [[δάκτυλο]] και [[δάχτυλο]], το (AM [[δάκτυλος]], ο<br />Μ και [[δάκτυλον]], το)<br />Ι. 1. <b>βιολ.</b> [[κάθε]] ένα από τα τμήματα του σώματος που περιβάλλουν τις φάλαγγες και αποτελούν εξαρτήματα τών πρόσθιων ή οπίσθιων [[άκρων]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> <i>ο [[δάκτυλος]]<br />[[μετρική]] [[μονάδα]] από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές (-υυ)<br /><b>3.</b> [[μονάδα]] μήκους<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[εκατοστόμετρο]]<br />II. <b>αρχ.</b> 0,018 του γαλλικού μέτρου<br />III. 1. το [[χέρι]] («πλακιά λιθαρένια γραμμένα με [[δάχτυλο]] του Θεού»<br />«δακτύλῳ Θεοῡ ἐγγέγραπται ὁ Λόγος»)<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] του Θεού, η θεϊκή [[επέμβαση]] («[[είναι]] [[δάχτυλο]] Θεού», «[[δάκτυλος]] Θεοῡ ἐστι τοῡτο», «ἐν δακτύλῳ Θεού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το μεγάλο [[δάχτυλο]]», «ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]]» — ο [[αντίχειρας]]<br />β) «μετράει με τα δάχτυλα», «ἐπί δακτύλων συμβάλλεται» — μετρά, υπολογίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα του<br />γ) «ο [[ήλιος]] βγήκε [[τρία]] δάχτυλα», «[[δάκτυλος]] ἀώς» — για τη [[μέτρηση]] της απόστασης του ήλιου από τον ορίζοντα με δάχτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό ύψος, [[πάχος]] ή [[πλάτος]] («ένα [[δάχτυλο]] [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> [[είδος]] μαλακόστρακων με επιμήκη [[κόγχη]]<br /><b>3.</b> [[φοίνικας]], [[χουρμαδιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξένος]] [[δάκτυλος]]» — [[κρυφή]] [[ενέργεια]] και [[υποκίνηση]] από [[ξένη]] [[δύναμη]]<br />β) «[[θέτω]] τον [[δάκτυλον]] επί τον τύπον τών ήλων» — [[προσπαθώ]] να βεβαιωθώ για [[κάτι]] σχηματίζοντας προσωπική [[αντίληψη]]<br />γ) «τον δείχνουν με το [[δάχτυλο]]» — [[είναι]] δακτυλοδεικτούμενος για τον καλό ή [[κακό]] του χαρακτήρα ή άλλους λόγους<br />δ) «κρύβεται [[πίσω]] απ' το [[δάχτυλο]] του» — προσπαθεί [[μάταια]] να αποκρύψει εσφαλμένες του ενέργειες<br />ε) «[[παίζω]] [[κάτι]] στα δάχτυλα» — [[γνωρίζω]], [[κατέχω]] [[κάτι]] πολύ καλά<br />στ) «μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού ή της μιας χειρός» — [[είναι]] ελάχιστοι<br />ζ) «τον [[καταφέρνω]] ή τον [[μπορώ]] με το μικρό μου [[δάχτυλο]]» — τον [[επηρεάζω]] [[πάρα]] πολύ εύκολα<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όλα τα δάχτυλα δεν [[είναι]] [[ίσια]]» — δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την [[ίδια]] [[αξία]]<br />β) «όποιο [[δάχτυλο]] κι αν κόψεις πονά» — οι γονείς αγαπάνε [[εξίσου]] όλα τους τα [[παιδιά]]<br />γ) «τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε, τα δάχτυλα μείνανε» — για πλούσιους που έχασαν την [[περιουσία]] τους [[αλλά]] όχι την [[αξιοπρέπεια]] και την [[αρχοντιά]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. το 1 / 12 της φαινομένης διαμέτρου του Ήλιου ή της Σελήνης<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φοίνικα, ο [[χουρμάς]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] σταφυλιού<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[άγρωστις]]<br />II. <b>πληθ.</b><br /><b>1.</b> <i>δάκτυλοι</i>, οι<br />[[είδος]] χορού με απλές κινήσεις<br /><b>2.</b> «Δάκτυλοι Ἰδαῑοι» <br />α) μυθικά πρόσωπα στην [[Κρήτη]], ιερείς της Κυβέλης<br />β) η [[γλυκυσίδη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. η αρχική σημ. της λ. ήταν «[[αιχμή]], [[μύτη]], [[άκρη]]». Η [[σύνδεση]] της λ. [[δάκτυλος]] με λέξεις άλλων ινδοευρ. γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>tekan</i> «[[αγγίζω]]», αρχ. νορβ. <i>tăka</i> «[[παίρνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>zinko</i> «[[δόντι]]») δεν [[είναι]] απόλυτα ικανοποιητική. Ο βοιωτ. τ. [[δακκύλιος]], λόγω του -<i>κκ</i>-, το οποίο δεν ερμηνεύεται από -<i>κτ</i>-, οδηγεί πιθ. σε αρχικό τ. <i>δάτκυλος</i>. Τέλος, το νεοελλ. [[δάχτυλο]] προήλθε από μσν. [[δάκτυλον]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>δάκτυλα</i>, που [[είναι]] [[ποιητικός]] πληθ. του τ. [[δάκτυλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δακτυλήθρα]], [[δακτύλι]](<i>ον</i>), [[δακτυλιαίος]], [[δακτυλίδι]](<i>ον</i>), [[δακτυλικός]], [[δακτυλίς]], [[δακτυλίτις]], [[δακτυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακτυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακτυλισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δακτυλοειδής]], [[δακτυλοθεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλοδείκτης]], [[δακτυλόδικτος]], [[δακτυλοδόχμη]], [[δακτυλοκαμψόδυνος]], [[δακτυλόπους]], [[δακτυλότριπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακτυλόδεικτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δακτυλοσπόνδειος]], [[δακτυλοσφίγγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακτυλοβάμων]], <i>δακτυλ</i>(<i>ο</i>)<i>επίτριτοι</i>, [[δακτυλόγραμμα]], [[δακτυλογράφος]], [[δακτυλοθέτης]], [[δακτυλολογία]], [[δακτυλοσκοπία]], <i>δακτυλοτροχαίος</i>, [[δακτυλοτυπία]], [[δακτυλοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <i>ακροδάκτυλον</i> (νεοελλ. και <i>ακροδάχτυλό</i>), [[βραχυδάκτυλος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[δωδεκαδάκτυλος]], [[εννεαδάκτυλος]], [[εξαδάκτυλος]] (νεοελλ. και <i>εξαδάχτυλος</i>,), [[μακροδάκτυλος]] (νεοελλ. και <i>μακροδάχτυλος</i>), [[μεσοδάκτυλον]] (νεοελλ. <i>μεσοδάχτυλο</i>), [[μεσοδάκτυλος]], [[οκταδάκτυλος]], [[πενταδάκτυλος]], [[περιττοδάκτυλος]] (Α [[περισσοδάκτυλος]]), [[ροδοδάκτυλος]], [[τετραδάκτυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιδάκτυλος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[διδάκτυλος]], <i>εγδάκτυλος</i>, <i>εκδάκτυλος</i>, <i>εξδάκτυλος</i>, <i>Ερμοδάκτυλον</i>, [[ερυθροδάκτυλος]], [[ευδάκτυλος]], [[μεγαδάκτυλος]], [[μονοδάκτυλος]], [[οκτωδάκτυλος]], [[ολοδάκτυλος]], [[οπισθοδάκτυλος]], [[παχυδάκτυλος]], [[πεντεδάκτυλος]], [[πλεονοδάκτυλος]], [[πολυδάκτυλος]], [[σιδηροδάκτυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδάκτυλος]], <i>αρτιοδάκτυλος</i>, [[επταδάκτυλος]], [[ζυγοδάκτυλος]], <i>κρινοδάκτυλος</i> (και <i>κρινοδάχτυλο</i> και [[κρινοδάχτυλος]])].
|mltxt=ο και [[δάκτυλο]] και [[δάχτυλο]], το (AM [[δάκτυλος]], ο<br />Μ και [[δάκτυλον]], το)<br />Ι. 1. <b>βιολ.</b> [[κάθε]] ένα από τα τμήματα του σώματος που περιβάλλουν τις φάλαγγες και αποτελούν εξαρτήματα τών πρόσθιων ή οπίσθιων [[άκρων]]<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> <i>ο [[δάκτυλος]]<br />[[μετρική]] [[μονάδα]] από μία μακρά και δύο βραχείες συλλαβές (-υυ)<br /><b>3.</b> [[μονάδα]] μήκους<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[εκατοστόμετρο]]<br />II. <b>αρχ.</b> 0,018 του γαλλικού μέτρου<br />III. 1. το [[χέρι]] («πλακιά λιθαρένια γραμμένα με [[δάχτυλο]] του Θεού»<br />«δακτύλῳ Θεοῡ ἐγγέγραπται ὁ Λόγος»)<br /><b>2.</b> η [[δύναμη]] του Θεού, η θεϊκή [[επέμβαση]] («[[είναι]] [[δάχτυλο]] Θεού», «[[δάκτυλος]] Θεοῡ ἐστι τοῡτο», «ἐν δακτύλῳ Θεού»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το μεγάλο [[δάχτυλο]]», «ὁ [[μέγας]] [[δάκτυλος]]» — ο [[αντίχειρας]]<br />β) «μετράει με τα δάχτυλα», «ἐπί δακτύλων συμβάλλεται» — μετρά, υπολογίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα του<br />γ) «ο [[ήλιος]] βγήκε [[τρία]] δάχτυλα», «[[δάκτυλος]] ἀώς» — για τη [[μέτρηση]] της απόστασης του ήλιου από τον ορίζοντα με δάχτυλα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μικρό ύψος, [[πάχος]] ή [[πλάτος]] («ένα [[δάχτυλο]] [[κρασί]]»)<br /><b>2.</b> [[είδος]] μαλακόστρακων με επιμήκη [[κόγχη]]<br /><b>3.</b> [[φοίνικας]], [[χουρμαδιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξένος]] [[δάκτυλος]]» — [[κρυφή]] [[ενέργεια]] και [[υποκίνηση]] από [[ξένη]] [[δύναμη]]<br />β) «[[θέτω]] τον [[δάκτυλον]] επί τον τύπον τών ήλων» — [[προσπαθώ]] να βεβαιωθώ για [[κάτι]] σχηματίζοντας προσωπική [[αντίληψη]]<br />γ) «τον δείχνουν με το [[δάχτυλο]]» — [[είναι]] δακτυλοδεικτούμενος για τον καλό ή [[κακό]] του χαρακτήρα ή άλλους λόγους<br />δ) «κρύβεται [[πίσω]] απ' το [[δάχτυλο]] του» — προσπαθεί [[μάταια]] να αποκρύψει εσφαλμένες του ενέργειες<br />ε) «[[παίζω]] [[κάτι]] στα δάχτυλα» — [[γνωρίζω]], [[κατέχω]] [[κάτι]] πολύ καλά<br />στ) «μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού ή της μιας χειρός» — [[είναι]] ελάχιστοι<br />ζ) «τον [[καταφέρνω]] ή τον [[μπορώ]] με το μικρό μου [[δάχτυλο]]» — τον [[επηρεάζω]] [[πάρα]] πολύ εύκολα<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> α) «όλα τα δάχτυλα δεν [[είναι]] [[ίσια]]» — δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την [[ίδια]] [[αξία]]<br />β) «όποιο [[δάχτυλο]] κι αν κόψεις πονά» — οι γονείς αγαπάνε [[εξίσου]] όλα τους τα [[παιδιά]]<br />γ) «τα δαχτυλίδια κι αν πέσανε, τα δάχτυλα μείνανε» — για πλούσιους που έχασαν την [[περιουσία]] τους [[αλλά]] όχι την [[αξιοπρέπεια]] και την [[αρχοντιά]] τους<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. 1. το 1 / 12 της φαινομένης διαμέτρου του Ήλιου ή της Σελήνης<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φοίνικα, ο [[χουρμάς]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] σταφυλιού<br /><b>4.</b> [[ονομασία]] του φυτού [[άγρωστις]]<br />II. <b>πληθ.</b><br /><b>1.</b> <i>δάκτυλοι</i>, οι<br />[[είδος]] χορού με απλές κινήσεις<br /><b>2.</b> «Δάκτυλοι Ἰδαῑοι» <br />α) μυθικά πρόσωπα στην [[Κρήτη]], ιερείς της Κυβέλης<br />β) η [[γλυκυσίδη]]·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. η αρχική σημ. της λ. ήταν «[[αιχμή]], [[μύτη]], [[άκρη]]». Η [[σύνδεση]] της λ. [[δάκτυλος]] με λέξεις άλλων ινδοευρ. γλωσσών (<b>[[πρβλ]].</b> γοτθ. <i>tekan</i> «[[αγγίζω]]», αρχ. νορβ. <i>tăka</i> «[[παίρνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>zinko</i> «[[δόντι]]») δεν [[είναι]] απόλυτα ικανοποιητική. Ο βοιωτ. τ. [[δακκύλιος]], λόγω του -<i>κκ</i>-, το οποίο δεν ερμηνεύεται από -<i>κτ</i>-, οδηγεί πιθ. σε αρχικό τ. <i>δάτκυλος</i>. Τέλος, το νεοελλ. [[δάχτυλο]] προήλθε από μσν. [[δάκτυλον]] <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>δάκτυλα</i>, που [[είναι]] [[ποιητικός]] πληθ. του τ. [[δάκτυλος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[δακτυλήθρα]], [[δακτύλι]](<i>ον</i>), [[δακτυλιαίος]], [[δακτυλίδι]](<i>ον</i>), [[δακτυλικός]], [[δακτυλίς]], [[δακτυλίτις]], [[δακτυλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλεύς]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακτυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακτυλισμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[δακτυλοειδής]], [[δακτυλοθεσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δακτυλοδείκτης]], [[δακτυλόδικτος]], [[δακτυλοδόχμη]], [[δακτυλοκαμψόδυνος]], [[δακτυλόπους]], [[δακτυλότριπτος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[δακτυλόδεικτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δακτυλοσπόνδειος]], [[δακτυλοσφίγγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δακτυλοβάμων]], <i>δακτυλ</i>(<i>ο</i>)<i>επίτριτοι</i>, [[δακτυλόγραμμα]], [[δακτυλογράφος]], [[δακτυλοθέτης]], [[δακτυλολογία]], [[δακτυλοσκοπία]], <i>δακτυλοτροχαίος</i>, [[δακτυλοτυπία]], [[δακτυλοφύλακας]]. (Β' συνθετικό) <i>ακροδάκτυλον</i> (νεοελλ. και <i>ακροδάχτυλό</i>), [[βραχυδάκτυλος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[δωδεκαδάκτυλος]], [[εννεαδάκτυλος]], [[εξαδάκτυλος]] (νεοελλ. και <i>εξαδάχτυλος</i>,), [[μακροδάκτυλος]] (νεοελλ. και <i>μακροδάχτυλος</i>), [[μεσοδάκτυλον]] (νεοελλ. <i>μεσοδάχτυλο</i>), [[μεσοδάκτυλος]], [[οκταδάκτυλος]], [[πενταδάκτυλος]], [[περιττοδάκτυλος]] (Α [[περισσοδάκτυλος]]), [[ροδοδάκτυλος]], [[τετραδάκτυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιδάκτυλος]], [[δεκαδάκτυλος]], [[διδάκτυλος]], <i>εγδάκτυλος</i>, <i>εκδάκτυλος</i>, <i>εξδάκτυλος</i>, <i>Ερμοδάκτυλον</i>, [[ερυθροδάκτυλος]], [[ευδάκτυλος]], [[μεγαδάκτυλος]], [[μονοδάκτυλος]], [[οκτωδάκτυλος]], [[ολοδάκτυλος]], [[οπισθοδάκτυλος]], [[παχυδάκτυλος]], [[πεντεδάκτυλος]], [[πλεονοδάκτυλος]], [[πολυδάκτυλος]], [[σιδηροδάκτυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδάκτυλος]], <i>αρτιοδάκτυλος</i>, [[επταδάκτυλος]], [[ζυγοδάκτυλος]], <i>κρινοδάκτυλος</i> (και <i>κρινοδάχτυλο</i> και [[κρινοδάχτυλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δάκτῠλος:''' ὁ, ποιητ. πληθ. <i>δάκτυλα</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[δάχτυλο]], Λατ. [[digitus]]· [[ἐπί]] δακτύλων συμβάλλεσθαι, [[υπολογίζω]] με τα δάχτυλα, σε Ηρόδ.· ὁ [[μέγας]] δ., [[αντίχειρας]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> οἱ δ. [[τῶν]] ποδῶν, ποδοδάχτυλα, σε Ξεν.· και το [[δάκτυλος]] μόνο του, όπως το Λατ. [[digitus]], [[δάχτυλο]] ποδιού, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> η μικρότερη ελλ. [[μονάδα]] για τη [[μέτρηση]] του μήκους· [[πλάτος]] ενός δαχτύλου, [[περίπου]] 7/10 μιας ίντσας, ίση με 19,26 χιλιοστά του μέτρου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[ένας]] [[μετρικός]] [[πόδας]], [[δάκτυλος]], ¯˘˘, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ., πιθ. από το <i>δείκ-νυμι</i>).
}}
}}