3,253,944
edits
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[διαρρώξ]] (-ῶγος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (για βράχο) σχισμένος, [[σπασμένος]] από τα κύματα<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[κομμάτι]] βράχου. | |mltxt=[[διαρρώξ]] (-ῶγος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> (για βράχο) σχισμένος, [[σπασμένος]] από τα κύματα<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[κομμάτι]] βράχου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διαρρώξ:''' -ῶγος, ὁ, ἡ ([[διαρρήγνυμι]]), αυτός που έχει σχιστεί, που έχει διαμελισθεί, διασπασμένος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |