διδυμοτόκος: Difference between revisions

1b
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
|mltxt=[[διδυμοτόκος]], -ον (AM) (Α και [[διδυματόκος]] και [[διδυμητόκος]])<br />(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίδυμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αρρενοτόκος]]). Ο τ. [[διδυμητόκος]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους ([[αποφυγή]] αλλεπάλληλων βραχέων)].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐδῠμοτόκος:''' рождающий двойни Arst.
}}
}}