3,274,913
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM [[δοξαστής]], Α και δοξαστήρ)<br />[[υμνητής]], [[εγκωμιαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δημιουργεί τη [[δόξα]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάποια [[δοξασία]], [[εικασία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>δοξασταί</i><br />οι δικαστές. | |mltxt=ο (θηλ. δοξάστρια, η) (AM [[δοξαστής]], Α και δοξαστήρ)<br />[[υμνητής]], [[εγκωμιαστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δημιουργεί τη [[δόξα]] άλλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει κάποια [[δοξασία]], [[εικασία]]<br /><b>2.</b> <b>πληθ.</b> <i>δοξασταί</i><br />οι δικαστές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοξαστής:''' οῦ ὁ предполагающий, имеющий мнение: [[ἐπιστήμων]] γεγονὼς οὗ [[πρότερον]] ἦν δ. Plat. получив (подлинное) знание о том, о чем раньше имел лишь предположение. | |||
}} | }} |