δοξαστός: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξαστός]], -ή, -όν)<br />[[ένδοξος]], δοξασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[δοξασία]] (αντίθετα [[προς]] τον νοητό)<br /><b>2.</b> που προέρχεται από [[εικασία]], από [[υπόθεση]] (αντίθετα [[προς]] τον ορατό).
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δοξαστός]], -ή, -όν)<br />[[ένδοξος]], δοξασμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από [[δοξασία]] (αντίθετα [[προς]] τον νοητό)<br /><b>2.</b> που προέρχεται από [[εικασία]], από [[υπόθεση]] (αντίθετα [[προς]] τον ορατό).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοξαστός:''' -ή, -όν, [[υποθετικός]], [[φανταστικός]], σε Πλάτ.
}}
}}