δυσαπάλλακτος: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαπάλλακτος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται [[κανείς]].
|mltxt=[[δυσαπάλλακτος]], -ον (AM)<br />αυτός από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπάλλακτος:''' -ον ([[ἀπαλλάσσω]]), [[δύσκολος]] στο να απαλλαγεί [[κάποιος]] από αυτόν, [[φορτικός]], σε Σοφ.
}}
}}