δυσαπότριπτος: Difference between revisions

2
(9)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαπότριπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα απαλείφεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα απομακρύνεται.
|mltxt=[[δυσαπότριπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα απαλείφεται<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα απομακρύνεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαπότριπτος:''' с трудом стираемый, неизгладимый ([[ὄνειδος]] Arst.).
}}
}}