δυσμαθής: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[δυσμαθής]], -ές)<br />ο [[ανεπίδεκτος]] μαθήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσμαθές</i><br />η [[δυσμαθία]].
|mltxt=-ές (Α [[δυσμαθής]], -ές)<br />ο [[ανεπίδεκτος]] μαθήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αναγνωρίζεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσμαθές</i><br />η [[δυσμαθία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσμᾰθής:''' -ές ([[μανθάνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[δύσκολος]] να μαθευτεί, [[δυσνόητος]], σε Αισχύλ.· δ. [[ἰδεῖν]], [[δύσκολος]] να αναγνωρισθεί εξ όψεως, σε Ευρ.· <i>τὸ δυσμαθές</i>, [[δυσκολία]], [[δυσχέρεια]] στη [[γνώση]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[βραδύς]] στη [[μάθηση]], [[νωθρός]], σε Πλάτ.· επίρρ., <i>δυσμαθῶς ἔχειν</i>, είμαι [[τέτοιος]], στον ίδ.
}}
}}