ἐγχώριος: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη [[χώρα]], [[εντόπιος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[μόνιμος]] [[κάτοικος]] ενός τόπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη [[χώρα]] («ἐγχώριοι βασιλῆες [[αἰεί]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοπικός]]<br /><b>3.</b> [[αγροτικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐγχώριον</i><br />[[κατά]] τη [[συνήθεια]] τών ντόπιων<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τόκος]], [[δάνειον]]».
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγχώριος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για προϊόντα) αυτός που παράγεται στη [[χώρα]], [[εντόπιος]]<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[μόνιμος]] [[κάτοικος]] ενός τόπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη [[χώρα]] («ἐγχώριοι βασιλῆες [[αἰεί]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοπικός]]<br /><b>3.</b> [[αγροτικός]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐγχώριον</i><br />[[κατά]] τη [[συνήθεια]] τών ντόπιων<br /><b>5.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[τόκος]], [[δάνειον]]».
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγχώριος:''' -ον και -α, -ον ([[χώρα]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι ή προέρχεται από τη [[χώρα]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> ως ουσ., ο [[κάτοικος]] μιας χώρας, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> <i>τὸ ἐγχώριον</i> ως επίρρ., σύμφωνα με τη [[συνήθεια]] του τόπου, σε Θουκ.
}}
}}