ἐκκαγχάζω: Difference between revisions

4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐκκαγχάζω]] (Α)<br />[[ξεσπώ]] σε καγχασμούς.
|mltxt=[[ἐκκαγχάζω]] (Α)<br />[[ξεσπώ]] σε καγχασμούς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκκαγχάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ξεσπώ]] σε δυνατό, ηχηρό [[γέλιο]], σε Ξεν.
}}
}}