ἐλαιήεις: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλαιήεις]], -εσσα, -εν, αττ. τ. [[ἐλαιάεις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[ελιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο<br /><b>3.</b> [[ελαιώδης]], [[λαδερός]], [[λιπαρός]]<br /><b>4.</b> ο [[γεμάτος]] [[λάδι]].
|mltxt=[[ἐλαιήεις]], -εσσα, -εν, αττ. τ. [[ἐλαιάεις]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[δέντρο]] [[ελιά]]<br /><b>2.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που περιέχει πολλές ελιές, το λιόφυτο<br /><b>3.</b> [[ελαιώδης]], [[λαδερός]], [[λιπαρός]]<br /><b>4.</b> ο [[γεμάτος]] [[λάδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλαιήεις:''' -εσσα, -εν, σπαρμένος με ελαιόδεντρα, [[κατάφυτος]] με ελιές, σε Ανθ.
}}
}}