3,273,006
edits
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξασφαλίζω]]) [[ασφαλίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] ασφαλή, [[κατοχυρώνω]]<br />(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] ή [[κατορθώνω]] να προφυλάξω [[κάτι]] που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με [[υποθήκη]]»)<br /><b>3.</b> (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το [[μέλλον]] μου («[[είμαι]] εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προφυλάσσω]] από [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν | |mltxt=(AM [[ἐξασφαλίζω]]) [[ασφαλίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] ασφαλή, [[κατοχυρώνω]]<br />(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] ή [[κατορθώνω]] να προφυλάξω [[κάτι]] που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με [[υποθήκη]]»)<br /><b>3.</b> (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το [[μέλλον]] μου («[[είμαι]] εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προφυλάσσω]] από [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι χεῑρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.). | ||
}} | }} |